Wednesday, October 6, 2010

Αγριοβράχος

Αγριοβράχε βλέπω στέκεις μοναχός
εκεί στην άκρα του νοτιά
γκρεμού ταράτσα
Και την κυρά σου αποκοιτάς
και που βαδεί και τι θωρά
και με το νου
και με το νου την χτίζεις κάστρα

Την αγαπάς και την πονάς
κι ας σπάνια ζήσατε μαζί
γιατί πάντα γυρνοβολούσε πέρα πέρα
Κι αυτό πόναγε και πονά
μ’ αυτά που βλέπεις και περνά
και σου το βλέπω στα ραγιά που ’χεις στην πέτρα


Σαν τότε που ήρθανε ληστές -Σαρακηνοί- 
και την σηκώσαν ρούχα και χρυσαφικά της    
κ’ ήταν πιο όμορφη κι απλή
άγρια και  ρομαχτική
ψωμί, κουρέλια και σπαθί 
έτσι η οψιά της

Ή π’ άρχισε τα πάρε δώσε τα πολλά
μ’ εκείνους τους εμπόρους -Βενετσιάνους-
και για καλά έχει μπλεχτεί
παραμυθιάστηκε πολυ
κι έχει αιώνες να σε δει.
Ξεχνά η κυρά σου…


Αγριοβράχε μου που στέκεις μοναχός
εκεί στην άκρα του νοτιά
γκρεμού ταράτσα
Μεσα στο χρονο το βαθύ
σε μαλακώνει η βροχή
και σε σκληραί-
και σε σκληραίνει του ήλιου η κάψα

T’ αυτί μου πάνω σου κολλώ
θέλω ν’ ακούσω τα βαθιά 
υπόκωφα και πονερά αναστενάτα
Μα εσύ μουγκρίζεις σκοτεινά :
“Παίρνω γρανίτη κι άργιλο, χώμα νερό φωτιά
και γύρα σου ψυχή μου χτίνω κάστρα!”