Sunday, October 2, 2011

Ρωμαίικο

Γενικά οι Έλληνες είναι αγράμματοι και αγνοούν τους θησαυρούς της πατρίδας τους. Θα γίνουν θρήσκοι όσο μορφώνονται. Αντίθετα με άλλους που όσο μορφώνονται παύουν να είναι θρήσκοι. 
Γιάννης Τσαρούχης


Εμένα η πατρίδα μου είναι αρχαία.
Παμπάλαια, και για να τη βρεις πρέπει πρώτα να τινάξεις τη σκόνη. Γλυκός θησαυρός, που γίνεται μνήμη και ταυτότητα. Ποιος μου ζητά να την αρνηθώ, και να την ανταλλάξω για τι; Για ποιο κούφιο ψεύτικο, χωρίς ψυχή, χωρίς όραμα;
Την έψαξα πολύ, και πάντα θα την ψάχνω, γιατί είναι ατέλειωτη και πώς να χωρέσει μέσα σ' ένα μόνο κεφάλι, σε μια ζωή, τόσων χιλιάδων χρόνων παραμύθι. Τόσοι τόποι, τόσα χωριά που 'χουν αλλάξει δέκα φορές ονόματα, κάθε χωριό κι ο ήρωας του· άλλοι κλέφτες, άλλοι κατσαπλιάδες, άλλοι αντάρτες κι άλλοι λοχαγοί πυροβολικού στην Πίνδο. Και τόσα μέρη Θε μου, τόσα μέρη. Δολιανά, Καρπενήσι, Αράχωβα, Ακροκόρινθος, Ρούπελ, Νεμέα, Μαραθώνας, Δερβενάκια, Γοργοπόταμος, Θεσσαλονίκη. Και τόσοι ήρωες. Νικηταράς ο τουρκοφάγος, Ανδρούτσος, Μακρυγιάννης, Φίλιππος, Θεμιστοκλής, Κωλοκοτρώνης, Άρης, Αϊδημήτρης (Γιατί ο Αϊδημήτρης την πήρε την Θεσσαλονίκη, όχι ο βασιλιάς και τα υπόλοιπα ξένα αιώνια αφεντικά μας). Πηνειός, Αλφειός, Αχέροντας, Αχελώος, Ευρώτας. Ποιου άλλου λαού τα ποτάμια ξυπνάνε τόσες ιστορίες και θάματα απ τον ύπνο τους; Πάρνωνας, Οίτη, Παρνασσός και Πίνδος και Ταΰγετος και Κίσαβος και Γκιόνα κι Όλυμπος. Και νεράιδες που χορεύουνε τα βράδια και παίρνουν τα μυαλά απ τους ξεστρατισμένους χωρικούς, κι Αράπηδες και Δράκοι που φυλάνε βρύσες, και παλλικάρια που παν να τους ξεκάνουν.
Τόσοι μύθοι Θε μου. Πόσο βάθος, πόση ατέλειωτη ιστορία στρίμωξες σ ένα τόσο μικρό τόπο; Κι η ιστορία, ναι, είναι ταυτότητα. Την ίδια περιφορά κι επιτάφιο που βλέπω εγώ βλέπαν κι οι αρχαίοι παππούδες μου, μόνο που αντί για Χριστό τον λέγαν Άδωνη. Τα ίδια κόλλυβα που τρως τρώγαν και τότε. Βρασμένο σιτάρι στους νεκρούς. Και τριήμερα,και εννιάημερα, κι Αϊλιάς με τα 'κκλησάκια του στις κορφές όπως ο Απόλλωνας, κι αγάνα, και δρέμοντας, και ζέστα Δωρική, και φωτιά και λαύρα, και Τσάκωνες.
Αυτό είναι το γένος μου, το Ρωμαίικο· με νταούλια, κλαρίνα, φλογέρες, τζουράδες, λύρες και μοιρολόγια και μαντινάδες και ριζίτικα. Με τι να τ' ανταλλάξω όλα αυτά;
Ευχαριστώ, εγώ δεν θα πάρω.


Ίσως όμως για να τη βρεις αυτήν την πατρίδα δε χρειάζεται να χωθείς μες στα παλιά βιβλία κι ιστορίες. Ίσως αρκεί μονάχα ν ανοίξεις λίγο τ' αυτιά σου στις φωνές που κατεβαίνουν απ' τους αιώνες.
Έχω βρεθεί σε ξωκκλήσι παλιό, σ ένα βουνό, καμμένο, δίχως οροφή, με τις καπνισμένες αγιογραφίες και τα μάτια των Αγίων βγαλμένα με λόγχες· έχω δει φαράγγια γεμάτα 'κκλησάκια για να φυλάν απ' τα στοιχεία, και σπηλιές αϊτοφωλιές, οχυρωμένες με πέτρες και πολεμίστρες στη μέση του πουθενά. Αρχαία τείχη Πελασγικά μια όργια πάχος ν' αγκαλιάζουν τη βουνοπλαγιά δίπλα στο δρόμο κι ένα τοίχο ενός πύργου τέσσερα μέτρα ψηλό, ποιος ξέρει από ποια εποχή απομεινάρι, στη μέση ενός κάμπου. Έχω δει τούμπες μακεδονίτικες άσκαφτες, και μια αρχαία πόλη Δωρική· ένας λόφος από πέτρες και δέντρα πιο έξω απ' το χωριό μου.
Κι ένωσα, ένιωσα ποια είν' η αληθινή Ελλάδα, ποια είν' η μυστική ψυχή αυτού του τόπου του άγριου όταν είδα τα κρανία στη σειρά στο ράφι μιας ντουλάπας σ' ένα μοναστήρι. Ένας σταυρός απάνω τους, και μια ημερομηνία, από αιώνες παλιά μέχρι σήμερα. Όταν είδα τα κόκκαλα να λιάζονται σε μια γωνία ενός μισοπαρατημένου νεκροταφείου. Όταν η γιαγιά μου μου 'πε πώς έπλυνε τα κόκκαλα της μάνας της με κρασί και λάδι. Άγριος τόπος, σκληροί ανθρώποι.


Αυτό είναι. Για να τη νοιώσεις τη χώρα μας ίσως δε χρειάζεται καν να ξεκουνηθείς απ τις πόλεις πού στριμωχτήκαμε και ξεχνάμε. Ίσως πρέπει απλά να θυμηθείς από που προέρχεσαι, ποια κληρονομιά κουβαλάς, ποιας γενιάς σπορά είσαι. Το χωριό σου· ένα φτωχότοπο με σπίτια καφετιά, από χώμα και λάσπη. Τον παππού σου που από δώδεκα χρόνω παιδί έφυγε απ' το σπίτι του κι έσπαγε πέτρες στα νταμάρια κι έσκαβε πηγάδια στα τούνελ γιατί ο πατέρας του δεν είχε φαΐ να του δώσει. Και στραβώσανε τα δάχτυλά του απ' τη δουλειά, και δε μπορεί ν' ανασάνει απ την ασετιλίνη όταν σου λέει ιστορίες για τον αδερφό του τον αντάρτη και της λύρες του Παρνασσού. Τη γιαγιά σου που έσκαβε και όργωνε και πότιζε και φύτευε και θέριζε και τάιζε και κουνέλια και κατσίκες και βόδια και γαϊδούρια και κότες και παιδιά. Που έβλεπε τον άντρα της μια φορά το τρίμηνο κ ήτανε και άντρας και γυναίκα στο σπίτι της. Και την έμπλεξε το βόιδι με την τριχιά απ το πόδι μια μέρα και την έσερνε στη ρεματιά και παραλίγο να τη σκοτώσει. Τον πατέρα σου που σου 'πε πως ένα πράμα θυμάται πάντα σαν παιδί· να πεινάει. Ζωή βάσανο, σκληροί ανθρώποι. Τώρα φυράναμε.

Αυτή είν' η χώρα μου λοιπόν, τόπος φτωχός, λιγοχώματος, μ' ανθρώπους δυνατούς και περήφανους, που μπαζώσανε τη γη με τα σώματα τους.
Αγώνας προαιώνιος. Άλλοι κατηφόριζαν στις μικρές κοιλάδες και σπέρνανε τα λίγα τους ανάμεσα στα βουνά, κι άλλοι σκαρφάλωναν στα βουνά και φτιάχναν σπίτια πέτρινα και στάνες. Κι όλο ανταλλάζανε θέσεις αυτοί γιατί ποτέ αυτός ο τόπος δεν κάθισε ήσυχος. Πάντα όλο και κάποιος θα 'ρχότανε να τους πάρει το τίποτα. Άλλοι απ αυτούς φεύγανε,άλλοι μέναν, έτσι γίνηκε το ρωμαίικο. Ευλογημένος τόπος, που τον άγγιξε το χέρι του Θεού. Δελφοί, Δωδώνη, Πάτμος, Αγιονόρος, Μετέωρα. Με πνεύμα τραχύ, ψυχή ψηλά και λέξεις που δε βρίσκουνε μετάφραση. Φιλότιμο, λεβεντιά, παλικάρι. Τον αγαπώ τον τόπο μου. Κι αυτόν που είν' από δω κι αυτόν  που είν' από κει. Σαλέντο, Σικελία, Βόρειο Ήπειρο, Καππαδοκία, Ιωνία, Κύπρο, Πόντο, Αιολία, Δωρίδα. Τόπος βαθύς.
Κρίμα που το Ρωμαίικο κοιμάται. Θα θελα να ξερά αν, και τι ονειρεύεται.

Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;
Γιώργος Σεφέρης